ἀλεσμένος, -η, -ον
Ερμηνεία:
[μετοχή παρακειμ. του ἀλέθομαι]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) αλέω αλώ < αορ, ήλεσα < Μεσαιων. αλήθω.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
..... κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|